Ξεκάθαρες διαπιστώσεις για την παρούσα κατάσταση, αλλά και σαφείς κατευθύνσεις για την μελλοντική πορεία που θα πρέπει να ακολουθήσει η κυπριακή οικονομία, δίνονται στη 2η Έκθεση Ανταγωνιστικότητας του Συμβουλίου Οικονομίας και Ανταγωνιστικότητας Κύπρου, που εκπονήθηκε από το Πανεπιστήμιο Κύπρου και η οποία παρουσιάστηκε την περασμένη Τρίτη.
Προβαίνοντας στη διαπίστωση ότι η πανδημία ανέτρεψε μια πορεία βιώσιμων δημόσιων οικονομικών και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας που ίσχυε κατά την περίοδο 2016-2019, αλλά και στο ότι εφαρμόζονται μεταρρυθμίσεις που συμβάλλουν στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, την προσέλκυση νέων επενδύσεων και τη διαφοροποίηση της οικονομίας, στην έκθεση επισημαίνεται ταυτόχρονα ότι απαιτείται έμφαση στην αποτελεσματική υλοποίησή τους.
Συμπέρασμα της έκθεσης αποτελεί ότι η Κύπρος αποδίδει αρκετά καλά σε διεθνείς κατατάξεις ανταγωνιστικότητας, χωρίς όμως να βρίσκεται στις κορυφαίες θέσεις, έχοντας ένα γενικά καλό επίπεδο θεσμικού και κανονιστικού πλαισίου και συνθηκών αγοράς. «Εντούτοις», υπογραμμίζεται, «υπάρχουν προκλήσεις σε σειρά επί μέρους τομέων που παρουσιάζουν αδυναμίες οι οποίες επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας».
Στην έκθεση, καταγράφονται εισηγήσεις σε οκτώ τομείς για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της κυπριακής οικονομίας, μεταξύ των οποίων η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων και η διαφοροποίηση της οικονομίας.
Άμεσες ξένες επενδύσεις
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, δηλαδή την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, η έκθεση διαπιστώνει για την Κύπρο τρεις βασικές αδυναμίες, οι οποίες αφορούν τα εξής:
Πρώτο: Σχετικά ψηλό κόστος διασυνοριακών συναλλαγών και διοικητικός φόρτος τελωνειακών διαδικασιών.
Δεύτερο: Χαμηλή ποιότητα ρυθμιστικού πλαισίου.
Τρίτο: Απόδοση κάτω του μέσου όρου σε σχέση με την προστασία πνευματικής ιδιοκτησίας, τον περιορισμό της διαφθοράς και την αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού.
Την ίδια ώρα από την άλλη, διαπιστώνει τέσσερα δυνατά σημεία, τα οποία άπτονται των εξής:
Πρώτο: Ανταγωνιστική και αποτελεσματική αγορά προϊόντων πάνω του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Δεύτερο: Υψηλές επιδόσεις σε ότι αφορά την επίλυση της αφερεγγυότητας, την
πληρωμή φόρων και την προστασία των δικαιωμάτων των επενδυτών.
Τρίτο: Χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές και φορολογική επιβάρυνση της εργασίας.
Τέταρτο: Νέα Στρατηγική της κυβέρνησης που στοχεύει στην μεταφορά κεντρικών γραφείων διεθνών επιτυχημένων εταιρειών στην Κύπρο.
Όσον αφορά τις συστάσεις στις οποίες προβαίνει σε ό,τι αφορά την επικέντρωση μελλοντικών πολιτικών με στόχο τις άμεσες ξένες επενδύσεις, η 2η Έκθεση Ανταγωνιστικότητας του Συμβουλίου Οικονομίας και Ανταγωνιστικότητας Κύπρου, προτείνει τα εξής:
• Επικέντρωση στην προσέλκυση επενδύσεων με γνώμονα την αύξηση της παραγωγικότητας και τη δημιουργία υψηλής ποιότητας θέσεων εργασίας.
• Στόχευση στο επιχειρηματικό ταλέντο παρά στους εύπορους ιδιώτες.
• Ενίσχυση της εικόνας της Κύπρου ως ενός ελκυστικού προορισμού επιχειρηματικής δραστηριότητας.
• Ενίσχυση του ρυθμιστικού ελέγχου θεσμών και δραστηριοτήτων που επηρεάζουν την εικόνα της Κύπρου.
• Βελτίωση παροχής υπηρεσιών και υποδομών με γνώμονα την ενίσχυση της ποιότητας ζωής (σχολεία, υπηρεσίες υγείας, περιβάλλον).
• Μείωση γραφειοκρατίας και βελτίωση δικαστικού συστήματος.
Διαφοροποίηση της οικονομίας
Στην προσπάθεια της Κύπρου για διαφοροποίηση του οικονομικού της μοντέλου, το πλέον δυνατό σημείο που αναδεικνύει η έκθεση δεν είναι άλλο από το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, μέσω του οποίου η χώρα μας-όπως τονίζεται- μπορεί να ενισχύσει την ανθεκτικότητα της.
Οι εγγενείς αδυναμίες τις οποίες καταγράφει για την κυπριακή οικονομία η έκθεση αφορούν στο γεγονός ότι πρόκειται για μια μικρή και ανοικτή οικονομία, ευάλωτη σε εξωγενείς παράγοντες. Επιπλέον, η επικέντρωση σε μικρό αριθμό οικονομικών τομέων, η επικέντρωση οικονομικών σχέσεων σε μικρό αριθμό χωρών, η επικέντρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε φοιτητές από την Ελλάδα και η εξάρτηση του τουρισμού κυρίως από δύο αγορές, της Μεγάλης Βρετανίας και της Ρωσίας, συνιστούν αδυναμίες που επισημαίνονται.
Διαπίστωση και συνάμα σύσταση της έκθεσης αποτελεί πως η Κύπρος χρειάζεται να αναπτύξει νέους τομείς της οικονομίας, οι οποίοι θα είναι συμπληρωματικοί προς τις υφιστάμενες οικονομικές δραστηριότητες (υγεία, τριτοβάθμια εκπαίδευση, εξειδικευμένοι, ελαφριά βιομηχανία και αγροτεχνολογία). Παράλληλα, χρειάζεται να αυξήσει τη διαφοροποίηση και την ανθεκτικότητα των υφιστάμενων βασικών τομέων της οικονομίας μέσω της διεύρυνσης και ποιοτικής διαφοροποίησης των εξωτερικών αγορών.