Δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο από το 1792, τη χρονιά όπου η επαναστατημένη Γαλλία κατοχύρωσε για πρώτη φορά το γενικό εκλογικό δικαίωμα για τους άνδρες: Το 2024, ο μισός παγκόσμιος πληθυσμός καλείται να ψηφίσει σε βουλευτικές, προεδρικές ή περιφερειακές εκλογές. Ανάμεσα στις 70 χώρες που θα βιώσουν τον εκλογικό πυρετό είναι και οκτώ από τις δέκα πολυπληθέστερες (ΗΠΑ, Ρωσία, Ινδία, Ινδονησία, Πακιστάν, Μπανγκλαντές, Βραζιλία, Μεξικό).
Την αυλαία άνοιξε, μάλλον δυσοίωνα, το Μπανγκλαντές, στις 7 Ιανουαρίου, με εκλογές χαμηλής προσέλευσης, τις οποίες μποϊκοτάρισε το ισχυρότερο κόμμα της αντιπολίτευσης. Σήμερα αναμένεται να μάθουμε την έκβαση της κρίσιμης αναμέτρησης στην Ταϊβάν ανάμεσα στο κυβερνών κόμμα DPP, που προωθεί την απόσχιση από την Κίνα και τους ιστορικούς αντιπάλους του Μάο στον κινεζικό εμφύλιο, την εθνικιστική Κιουομιτάνγκ, η οποία, σε μια ειρωνεία της Ιστορίας, βρίσκεται τώρα πιο κοντά στο Πεκίνο.
Χωρίς αντίπαλο
Παράσταση για ένα ρόλο θα είναι οι ρωσικές προεδρικές εκλογές του Μαρτίου, όπου τα μόνα ανοιχτά ερωτήματα αφορούν το ποσοστό επανεκλογής του Βλαντιμίρ Πούτιν και εκείνο της αποχής, ενώ στο Ιράν θα διεξαχθούν οι πρώτες βουλευτικές εκλογές από το μεγάλο κύμα των διαδηλώσεων του 2022.
Γενικές εκλογές θα γίνουν φέτος σε πέντε κράτη-μέλη της Ε.Ε. (Αυστρία, Βέλγιο, Πορτογαλία, Κροατία, Ρουμανία) και στη Βρετανία, όπου ο Ρίσι Σούνακ, ο πέμπτος πρωθυπουργός των Συντηρητικών από τότε που ξεκίνησε η περιπέτεια του Brexit, αναμένεται να χάσει τη μάχη με τους Εργατικούς του Κιρ Στάρμερ. Το φάντασμα της Ακροδεξιάς ρίχνει μακριές σκιές στο πολιτικό σκηνικό πολλών χωρών ενόψει των ευρωεκλογών του Ιουνίου, την ίδια ώρα που στην Αμερική το ενδεχόμενο νίκης του Τραμπ στον αγώνα-ρεβάνς με τον Μπάιντεν, τον Νοέμβριο, δεν θεωρείται πλέον καθόλου απίθανο. Μετά το annus horribilis, την τρομερή χρονιά του 2016, με το Brexit και το σοκ Τραμπ, μια δεύτερη δεινή δοκιμασία περιμένει τις φιλελεύθερες ελίτ Ευρώπης και Αμερικής το 2024. Μόνο που αυτή τη φορά, εκτός από τη συνοχή του δυτικού στρατοπέδου, φαίνεται ότι θα δοκιμαστεί και η ίδια η δημοκρατία.
Η δεύτερη φορά δεν θα είναι φάρσα
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ένα μικρό αλλά σαφές προβάδισμα στην κούρσα για τον Λευκό Οίκο.
Αν δεν µεσολαβήσει κάποια θεαματική ανατροπή, στις 5 Νοεμβρίου θα παρακολουθήσουμε αυτό που, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η μεγάλη πλειονότητα των Αμερικανών απεύχεται: μια αναμέτρηση-ρεβάνς του 81χρονου Τζο Μπάιντεν με τον 77χρονο Ντόναλντ Τραμπ. Ο μαραθώνιος της προεδρικής μάχης ξεκινάει αύριο, με τις προκριματικές εκλογές για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών στην πολιτεία Αϊόβα. Eχοντας εξασφαλίσει δημοσκοπικό προβάδισμα 50 και πλέον εκατοστιαίων μονάδων από τους ανθυποψηφίους του, ο Τραμπ ευελπιστεί ότι θα «καθαρίσει» τις προκριματικές εκλογές πολύ γρήγορα, πριν και από τη Super Tuesday της 5ης Μαρτίου, όταν θα ψηφίσουν οι εκλογείς των δύο κομμάτων σε μεγάλο αριθμό πολιτειών. Παρά τις δίκες για την προσπάθεια ανατροπής των αποτελεσμάτων του 2020, που βρίσκονται σε εξέλιξη, ο Τραμπ διατηρεί, στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, προβάδισμα λίγων μονάδων έναντι του Μπάιντεν, τόσο στον γενικό πληθυσμό, όσο και στις έξι διαφιλονικούμενες πολιτείες που εκτιμάται ότι θα κρίνουν την έκβαση της αναμέτρησης. Οι σχέσεις Αμερικής – Ευρώπης, το μέλλον του ΝΑΤΟ και η στάση των ΗΠΑ έναντι της Ουκρανίας θα επηρεαστούν σοβαρά από το εκλογικό αποτέλεσμα. Οσο για τις προοπτικές της αμερικανικής Δημοκρατίας, ενδεχόμενη επανεκλογή του Τραμπ είναι πιθανό να αντιστρέψει τον αφορισμό του Μαρξ: Οταν η Ιστορία επαναλαμβάνεται, την πρώτη φορά είναι φάρσα και τη δεύτερη τραγωδία.
Διλήμματα για Μαδούρο και αντιπολίτευση
Ο Νικολάς Μαδούρο πηγαίνει στις κάλπες πιο ισχυρός από ποτέ, λόγω Ουκρανίας.
Ενας από τους μεγαλύτερους κερδισμένους του πολέμου στην Ουκρανία ήταν ο πρόεδρος της Βενεζουέλας, Νικολάς Μαδούρο. Με τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες να μένουν εκτός δυτικών αγορών λόγω κυρώσεων, ο πετρελαϊκός πλούτος της Βενεζουέλας πρόβαλε ως σημαντική εφεδρεία στα μάτια της Ουάσιγκτον. Ο αυτοανακηρυχθείς, με αμερικανική υποκίνηση και υποστήριξη, πρόεδρος Χουάν Γουαϊδό περιθωριοποιήθηκε, οι κυρώσεις εναντίον του Καράκας χαλάρωσαν και η αντιπολίτευση της Βενεζουέλας, πιεζόμενη από τις ΗΠΑ, υπέγραψε στις 17 Οκτωβρίου συμφωνία με την κυβέρνηση Μαδούρο για τη διεξαγωγή εκλογών στο δεύτερο εξάμηνο του 2024. Πέντε ημέρες αργότερα, ύστερα από εσωκομματικές εκλογές, η αντιπολίτευση ανέδειξε υποψήφια για πρόεδρο την 56χρονη Μαρία Κορίνα Ματσάδο με ποσοστό 94%. Κόρη μεγαλοβιομήχανου, η Ματσάδο ίδρυσε μη κυβερνητική οργάνωση που χρηματοδοτούνταν από τις ΗΠΑ και έδρασε ως πολιορκητικός κριός στις προσπάθειες ανατροπής του αριστερού πρώην προέδρου Ούγο Τσάβες. Ωστόσο από τον περασμένο Ιούλιο εκκρεμεί δικαστική απόφαση που στερεί τα πολιτικά δικαιώματα της Ματσάδο για 15 χρόνια, λόγω της υποστήριξής της στο αποτυχημένο πραξικόπημα κατά του Τσάβες, το 2002 και των κυρώσεων κατά της χώρας της. Απομένει να διευκρινιστεί αν ο Μαδούρο της επιτρέψει να κατέβει στις εκλογές και πώς θα αντιδράσουν οι Αμερικανοί σε κάθε περίπτωση.
Απειλείται η κυριαρχία του ANC
Το κόμμα του Σίριλ Ραμαφόζα κινδυνεύει για πρώτη φορά να χάσει την αυτοδυναμία.
Η Αφρική είναι η ήπειρος με τις περισσότερες προγραμματισμένες εκλογές για το 2024, αλλά η δημοκρατία δεν περνάει τις καλύτερες μέρες της στην περιοχή. Την προηγούμενη τριετία, η Μαύρη Ηπειρος βίωσε εννέα πραξικοπήματα και σε αρκετές χώρες οι πολίτες, απογοητευμένοι από την ανικανότητα των πολιτικών ελίτ, τη φτώχεια και τη βία, υποστηρίζουν σε μεγάλη μερίδα τους τη διακυβέρνηση από στρατιωτικούς. Η ισχυρότερη χώρα της ηπείρου κατατάσσεται στις εξαιρέσεις. Στις φετινές, γενικές εκλογές, το Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο (ANC) του απερχόμενου προέδρου Σίριλ Ραμαφόζα είναι μεν πολύ πιθανό ότι θα έρθει και πάλι πρώτη δύναμη (47% του δίνουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις), αλλά κινδυνεύει για πρώτη φορά μετά την ανατροπή του απαρτχάιντ να μην κερδίσει αυτοδύναμη πλειοψηφία. Κύριος αντίπαλος του ιστορικού κόμματος του Νέλσον Μαντέλα, που έχει υποστεί φθορά από τη μεγάλη ανεργία, την έξαρση της εγκληματικότητας και τη διαφθορά, είναι η Δημοκρατική Συμμαχία του (λευκού) Τζον Στινχουίσεν, ένας κεντρώων προσανατολισμών συνασπισμός, που επίσης έχει τις ρίζες του σε κινήματα κατά του απαρτχάιντ. Σε άνοδο εμφανίζεται επίσης το κόμμα Μαχητές για την Οικονομική Ελευθερία, που κινείται στα αριστερά του ANC, με αναφορές στον μαρξισμό και τον μαύρο εθνικισμό, τονίζοντας την ανάγκη καταπολέμησης των ακραίων κοινωνικών ανισοτήτων.
Μπορεί την 3η θέση η Ακροδεξιά;
Η Μαρίν Λεπέν και η Ακροδεξιά αναμένεται να καταγράψουν σοβαρά κέρδη και στις ευρωκάλπες.
Από 6 µέχρι 9 Ιουνίου, οι πολίτες 27 κρατών-μελών της Ε.Ε. θα εκλέξουν τους 720 αντιπροσώπους τους στο Ευρωκοινοβούλιο. Υστερα από τα παλιρροϊκά κύματα των προηγούμενων ετών, που έφεραν σκληρά, ξενοφοβικά κόμματα σε κυβερνητικές θέσεις από τη Σκανδιναβία μέχρι τη Μεσόγειο, η Ακροδεξιά αναμένεται να καταγράψει σοβαρά κέρδη και στις ευρωκάλπες, ξεπερνώντας κατά πολύ το 18% της προηγούμενης αναμέτρησης. Ισως μάλιστα αναδειχθεί τρίτη πολιτική δύναμη στο Ευρωκοινοβούλιο, ξεπερνώντας το κεντρώο μπλοκ Renew, όπου κυριαρχεί το κόμμα του Εμανουέλ Μακρόν. Στη Γαλλία, οι δημοσκοπήσεις δίνουν προβάδισμα 10 μονάδων στον Εθνικό Συναγερμό της Λεπέν, που φιλοδοξεί να εδραιωθεί ως μεγάλο φαβορί ενόψει των επόμενων προεδρικών εκλογών του 2027. Σε μια προσπάθεια να ανατρέψει αυτή τη δυναμική, ο Γάλλος πρόεδρος διόρισε προ ημερών πρωθυπουργό τον μόλις 34χρονο υπουργό του Γκαμπριέλ Ατάλ. Στη Γερμανία, οι δημοσκοπήσεις φέρουν την ακροδεξιά AfD στη δεύτερη θέση, να ξεπερνάει ακόμη και τους Σοσιαλδημοκράτες του καγκελάριου Ολαφ Σολτς, ο οποίος δεν είναι βέβαιο αν εξαντλήσει τη θητεία του. Οι ευρωεκλογές θα αποτελέσουν την πρώτη δοκιμασία του νέου κόμματος της Ζάρα Βάγκενκνεχτ, που προέρχεται από την Αριστερά, αλλά υιοθετεί περιοριστικές πολιτικές στο μεταναστευτικό. Στη Γερμανία, όπως και στο Βέλγιο, θα ασκήσουν για πρώτη φορά το εκλογικό τους δικαίωμα οι νέοι από τα 16 τους χρόνια.
Το προβάδισμα του Μόντι και το Σύνταγμα
Ο Ναρέντρα Μόντι διεκδικεί την τρίτη του θητεία και είναι πολύ πιθανό να τα καταφέρει.
Παρότι προβάλλει ως η μεγαλύτερη Δημοκρατία του κόσμου –περί τα 946 εκατομμύρια θα κληθούν να ψηφίσουν στις γενικές εκλογές του Απριλίου και του Μαΐου– η Ινδία διατηρεί σε ισχύ τις κάστες και έχει επικεφαλής έναν εθνικιστή πολιτικό, ο οποίος κατηγορείται για διολίσθηση στον αυταρχισμό, προσπάθεια ελέγχου της ενημέρωσης και διοχέτευση της μερίδας του λέοντος της κρατικής χρηματοδότησης στην κυβερνώσα παράταξη. Παρ’ όλα αυτά, ο Ναρέντρα Μόντι είναι πολύ πιθανό να εξασφαλίσει και τρίτη πρωθυπουργική θητεία, καθώς μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος του αποδίδει εύσημα για την ανάπτυξη της οικονομίας και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Τον περασμένο Ιούλιο, η αντιπολίτευση, με πυρήνα το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο της δυναστείας των Γκάντι, συγκρότησε τον συνασπισμό INDIA, αλλά η νίκη του κυβερνώντος ινδουιστικού κόμματος BJP σε τρεις κρίσιμες εκλογές κρατιδίων, τον Δεκέμβριο, ενίσχυσε τη θέση του ως φαβορί ενόψει των βουλευτικών εκλογών της άνοιξης. Εκφράζονται ανησυχίες ότι, σε περίπτωση νίκης του, ο Μόντι θα αναθεωρήσει το κοσμικό, δημοκρατικό Σύνταγμα του 1950, για να θεμελιώσει ένα ινδουιστικό κράτος, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τα 244 εκατομμύρια μουσουλμάνων και χριστιανών.
Πηγή: Kathimerini.gr