Φωτιές στο εργασιακό πεδίο της χώρας ανάβει ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Γιάννης Παναγιώτου με την προαναγγελλόμενη από τον ίδιο παρουσίαση εντός του επόμενου διαστήματος, σχεδίου δράσης «για την επέκταση», όπως επακριβώς είπε, «της κάλυψης από τις συλλογικές συμβάσεις για προσέγγιση του ευρωπαϊκού στόχου του 80%».
Η συγκεκριμένη τοποθέτηση του Γιάννη Παναγιώτου, η οποία έγινε στο πλαίσιο πρόσφατης συνέντευξής που παραχώρησε, αφορά στην υποχρέωση της Κύπρου για εναρμόνιση-μέχρι τον Νοέμβριο του 2024-με την οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 2022, για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το περιεχόμενό της, ωστόσο, ερμηνεύεται κατά το δοκούν από τις συντεχνίες, οι οποίες μέσα από την δημιουργία λανθασμένων εντυπώσεων επιχειρούν να την χρησιμοποιούν ως μοχλό πίεσης με στόχο την επέκταση των συλλογικών συμβάσεων στην Κύπρο και προς εξυπηρέτηση του στόχου τους για εγγραφή περισσοτέρων μελών στις τάξεις τους.
Όλα αυτά μάλιστα, την ώρα που οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις ως πρακτική καθορισμού των όρων απασχόλησης εφαρμόζεται κυρίως μόνο στη σκανδιναβικές χώρες και που στην υπόλοιπη Ευρώπη η τάση είναι η σύναψη εταιρικών συμφωνιών.
Δηλαδή, συμφωνιών που συνάπτονται ανάμεσα σε έκαστη την επιχείρηση και τους εργαζόμενους της, χωρίς όπως εύλογα και ξεκάθαρα γίνεται αντιληπτό να δεσμεύουν άλλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον ίδιο κλάδο.
Ενόψει των πιο πάνω, ο εργοδοτικός κόσμος στέλνει ξεκάθαρα μηνύματα, τόσο προς τον υπουργό Εργασίας όσο και προς το συνδικαλιστικό κίνημα, καθιστώντας σαφές ότι οποιαδήποτε προσπάθεια για νομοθετική ρύθμιση προς επέκταση των συλλογικών συμβάσεων δεν μπορεί και δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτή.
Την ίδια ώρα, από πλευράς εργοδοτών τονίζεται πως οι συλλογικές συμβάσεις δεν αποτελούν την δέουσα συνταγή για την εύρυθμη και προς όφελος, τόσο των εργαζομένων όσο και των επιχειρήσεων, λειτουργία της αγοράς εργασίας.
Υποδεικνύεται και ξεκαθαρίζεται ταυτόχρονα ότι από την εν λόγω οδηγία δεν απορρέει για την Κύπρο οποιαδήποτε υποχρέωση προς την κατεύθυνση της επιδίωξης του συνδικαλιστικού κινήματος και της στόχευσης που ο Γιάννης Παναγιώτου οριοθέτησε.
Θα πρέπει παράλληλα να σημειωθεί πως βάσει του δικαίου της Ε.Ε., οι οδηγίες ναι μεν αποτελούν νομοθετικές πράξεις που ορίζουν έναν στόχο τον οποίο πρέπει να επιτύχουν οι χώρες της Ε.Ε., ωστόσο, εναπόκειται στην κάθε χώρα ο τρόπος τον οποίο θα επιλέξει για την επίτευξη των στόχων αυτών.
Το άρθρο 4 της οδηγίας
Ειδικότερα, το άρθρο 4 της οδηγίας, το οποίο αφορά στην «προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών» ορίζει-μεταξύ άλλων- στην δεύτερη του παράγραφο ότι:
«Κάθε κράτος μέλος στο οποίο το ποσοστό της κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις υπολείπεται του κατώτατου ορίου του 80 % θεσπίζει πλαίσιο με τους αναγκαίους πρόσφορους όρους για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, είτε με νόμο κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους είτε με συμφωνία με αυτούς.
Το εν λόγω κράτος μέλος εκπονεί, επίσης, σχέδιο δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Το κράτος μέλος εκπονεί αυτό το σχέδιο δράσης κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους ή σε συμφωνία με αυτούς ή, κατόπιν κοινού αιτήματος των κοινωνικών εταίρων, ως προϊόν συμφωνίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.
Το σχέδιο δράσης ορίζει σαφές χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα για τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις, με πλήρη σεβασμό της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων…»
Όπως γίνεται σαφές μέσα από την σχετική διατύπωση στην οδηγία, αφενός πουθενά δεν ορίζεται ως υποχρεωτικός ο στόχος το 80%, ενώ αφετέρου-και ως κάτι που έχει τη δική του ουσιαστική σημασία-, η πρόνοια αναφέρεται, όχι σε συλλογικές συμβάσεις, αλλά σε συλλογικές διαπραγματεύσεις.
«Να μην ερμηνεύεται λανθασμένα…»
«Η οδηγία μιλά για ενθάρρυνση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και όχι συλλογικών συμβάσεων. Η συλλογική διαπραγμάτευση δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη κατάληξη σε σύμβαση και υπογραφή της. Δεν προβλέπει ξεκάθαρη υποχρέωση για κατάληξη σε συλλογικές συμβάσεις», υπογράμμισε συναφώς, μιλώντας στο InBusinessNews, o γενικός γραμματέας του ΚΕΒΕ, Μάριος Τσιακκής.
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Τσιακκής εξέφρασε τη διαφωνία του εργοδοτικού κόσμου έναντι οποιασδήποτε πιθανής προσπάθειας για αύξηση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις, τονίζοντας πως κάτι τέτοιο, όπως έχει προαναφερθεί, δεν προκύπτει από την οδηγία, η οποία και δεν πρέπει-όπως διαμήνυσε- να ερμηνεύεται λανθασμένα.
Επιπρόσθετα, επισήμανε πως η διαφωνία του ΚΕΒΕ αφορά και στην ουσία μιας ενδεχόμενης τέτοιας εξέλιξης. Και αυτό, αφού όπως εξήγησε, έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι όπου υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις, δεν σημαίνει πως λειτουργούν κατ’ ανάγκη προς όφελος των εργαζομένων, όπως ούτε βεβαίως και υπέρ των επιχειρήσεων.
«Όταν έχεις μια συλλογική σύμβαση, στην ουσία βάζεις στην ίδια μοίρα και εξισώνεις τους καλούς, τους αποδοτικούς, τους εργαζομένους που λαμβάνουν πρωτοβουλίες και προσφέρουν τα μέγιστα σε μια εταιρεία, με κάποιον άλλο ή άλλους που είναι αδιάφοροι και δεν προσφέρουν, που δεν τους ενδιαφέρει η απόδοση και η παραγωγικότητά τους γιατί γνωρίζουν πως ανεξαρτήτως απόδοσης και επαγγελματικού ζήλου που επιδεικνύουν θα έχουν στο τέλος της ημέρας τις ίδιες αυξήσεις, τα ίδια ωφελήματα, κτλ, με αυτούς που εργάζονται με ευσυνειδησία και πλήρη επαγγελματισμό», επισήμανε ο γενικός γραμματέας του ΚΕΒΕ.
Πρόκειται, όπως υπογράμμισε περαιτέρω ο Μάριος Τσιακκής, για μια πρακτική που λειτουργεί υπέρ των αδιάφορων εργαζομένων σε βάρος των ευσυνείδητων, τους οποίους και αδικεί, καθώς στερεί από τον εργοδότη τη δυνατότητα να ανταμείψει εκείνους που πραγματικά αξίζουν. Κάτι, που δεν βοηθά, ούτε την εταιρεία ούτε φυσικά και το προσωπικό της.
«Πρέπει να παρέχεις στον εργοδότη τη δυνατότητα να ανταμείβει στη βάση σωστής αξιολόγησης τους υπάλληλους του. Γι’ αυτό εμείς δεν συμφωνούμε και δεν προκρίνουμε την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων ως την καλύτερη λύση.
Επειδή η πλήρης εφαρμογή συλλογικών συμβάσεων είναι ένα ισοπεδωτικό σύστημα στο τέλος της ημέρας, όπου και οι καλοί και οι κακοί εργαζόμενοι τοποθετούνται στο ίδιο επίπεδο. Αυτό σκοτώνει την παραγωγικότητα, σκοτώνει την ανάπτυξη των επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση την κερδοφορία, που είναι αυτή που θα έρθει να ανταμείψει τους εργαζόμενους καλύτερα», υπογράμμισε ο γενικός γραμματέας του ΚΕΒΕ.
Ο Μάριος Τσιακκής ανέφερε καταληκτικά πως το ΚΕΒΕ θα αναμένει να δει το σχέδιο δράσης που θα παρουσιάσει ο υπουργός Εργασίας, επαναλαμβάνοντας όμως εκ νέου τη διαφωνία του Επιμελητηρίου με οποιαδήποτε επιχειρούμενη ρύθμιση που θα οδηγεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε επέκταση των συλλογικών συμβάσεων.
«Αυτό θα είναι αιτία πολέμου…»
Το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι και του συμβάλλεσθαι δεν μπορεί να ακυρωθεί από μια υποχρέωση για λήψη μέτρων προώθησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, διαμήνυσε με τη σειρά της, μιλώντας επίσης στο InBusinessNews, η βοηθός γενική διευθύντρια και διευθύντρια της Διεύθυνσης του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων & Κοινωνικής Πολιτικής της ΟΕΒ, Λένα Παναγιώτου.
«Αναμένουμε να δούμε το σχέδιο δράσης που θα εισηγηθεί το Υπουργείο. Ωστόσο, θεωρούμε ότι το σύστημά μας όπως είναι σήμερα δομημένο, με τον τριμερή κοινωνικό διάλογο και τις διμερείς διαπραγματεύσεις, τον κώδικα βιομηχανικών σχέσεων, την συμφωνία για την επίλυση των διαφορών στις ουσιώδεις υπηρεσίες, τον νόμο για την συνδικαλιστική αναγνώριση, συνθέτουν και έχουμε ήδη το πλαίσιο που στηρίζει τις συλλογικές συμβάσεις», σημείωσε η κ. Παναγιώτου, για να προσθέσει πως ούτως ή άλλως στην Κύπρο υπάρχει μια μακρά παράδοση σε σχέση με τις συλλογικές συμβάσεις.
«Θεωρούμε ότι είμαστε καλυμμένοι σε σχέση με την υποχρέωσης μας να καταρτίσουμε σχέδιο δράσης», τόνισε, διαμηνύοντας πως αν επιχειρηθεί νομοθετική ρύθμιση των συμβάσεων ή υποχρεωτική ένταξη στις συντεχνίες και κάλυψη από συλλογικές συμβάσεις, αυτό θα είναι, κατά την έκφρασή της, αιτία πολέμου.
Πηγή: INB