Καρατόμησαν τον Οδυσσέα χωρίς να βρουν μισό ελαφρυντικό

Καρατόμησαν τον Οδυσσέα χωρίς να βρουν μισό ελαφρυντικό



Ελαφρυντικό ούτε για δείγμα για τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη δεν βρήκε στην απόφασή του το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, αποφασίζοντας την απόλυσή του και αποδίδοντάς του με βαριούς χαρακτηρισμούς και ενέργειες ανάρμοστες για ανεξάρτητο κρατικό αξιωματούχο.

Οι οκτώ δικαστές ομόφωνα έκριναν τον Γενικό Ελεγκτή υπόλογο ανάρμοστης συμπεριφοράς σύμφωνα με το Σύνταγμα και επομένως ως υποκείμενο σε άμεση απόλυση από τα καθήκοντα του. Σε κανένα σημείο της εκ 209 σελίδων απόφαση, δεν αναφέρεται ότι συμπεριφέρθηκε ως αναμενόταν, παρά μόνο προέβη στη διαπίστωση ότι «παρασυρόμενος από τις Σειρήνες της δημοφιλίας και των δημοσκοπήσεων, σύγχυσε τα όρια του θεσμικού του ρόλου». Το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε κανέναν από τους λόγους υπεράσπισης του κ. Μιχαηλίδη στον τρόπο που ενεργούσε, υποδεικνύοντάς του πως αν είχε θεσμικές διαφορές έπρεπε να προσφύγει στο Δικαστήριο.

Η απόφαση δεν αφήνει περιθώρια διαφορετικών αναγνώσεων, όπως τόνισαν νομικοί στον «Φ», αφού είναι από την αρχή μέχρι το τέλος μια ομοβροντία βολών και αποδοχής των όσων του καταλόγισε ο Γενικός Εισαγγελέας, στον οποίο το Συμβούλιο ανύψωσε τοίχο προστασίας. Και τα 15 κεφάλαια που ηγέρθηκαν ενώπιον του Συμβουλίου, στην ουσία έγιναν αποδεκτά από τους δικαστές, αμφισβητώντας έτσι όλες τις θέσεις του Γενικού Ελεγκτή.

Αρχικά στην απόφαση, το Δικαστήριο αποδίδει στοχοποίηση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα από τον Γενικό Ελεγκτή, για το θέμα των διπλών συντάξεων, «γεγονός που φανερώνει, εμπάθεια και έλλειψη αντικειμενικότητας», όπως παρατήρησε. Σε άλλο σημείο της απόφασης, τονίζεται ότι «παρατηρείται το φαινόμενο μιας έντεχνης παραποίησης των γεγονότων, μέσω αποσπασματικής παράθεσης και/ή προβολής του μέρους που στηρίζει τις θέσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, χωρίς να μεταφέρεται προς τα έξω ολοκληρωμένο το πραγματικό ζητούμενο σε κάθε περίπτωση ή η ουσία του θέματος που αφορούσε. Με αυτό τον τρόπο δεν παρεχόταν στο κοινό σφαιρική και αντικειμενική πληροφόρηση, με αποτέλεσμα να οδηγείται, όχι μόνο σε λανθασμένα συμπεράσματα, αλλά και να διαμορφώνει εσφαλμένη γνώμη ως προς την όλη λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών ή την ακεραιότητα των επικεφαλής τους.

Για το θέμα του Επιτρόπου Εθελοντισμού Γιάννη Γιαννάκη το οποίο είχε ξεσκεπάσει ο κ. Μιχαηλίδης, το Συμβούλιο παρατήρησε ότι προκαλεί εντύπωση το γεγονός, όπως αυτό παρέμεινε αδιαμφισβήτητο ενώπιον του Συμβουλίου, ότι, σε ανοικτή τηλεφωνική ακρόαση και στην παρουσία άλλου προσώπου, ο Γενικός Ελεγκτής υπέβαλλε ερωτήματα στον, τότε ύποπτο, Επίτροπο Εθελοντισμού, παραβλέποντας ότι αρμόδιο όργανο προς διερεύνηση ήταν η Αστυνομία και όχι ο ίδιος, με όλους τους παρεπόμενους κινδύνους ως προς τη διαδικασία, ποινικής μορφής, που, ενδεχομένως, όπως και έγινε, θα ακολουθούσε.

Ούτε και δέχθηκε το Συμβούλιο τη θέση της υπεράσπισης ότι το κοινό είναι αυτό που αποφασίζει αν κάποιος είναι ικανός να βρίσκεται στη θέση του αφού κάνει σωστά τη δουλειά του, παρατηρώντας ότι «η δημοφιλία δεν αποτελεί κριτήριο και μέτρο συμπεριφοράς κρατικού αξιωματούχου». Απαντώντας στη θέση ότι ο κ. Μιχαηλίδης διώκεται γιατί εκφράζει τις θέσεις του, το Συμβούλιο παρατήρησε ότι δεν τελεί υπό αμφισβήτηση η ελευθερία έκφρασης διαφορετικής γνώμης, ιδίως από ανεξάρτητο αξιωματούχο, ως ο καθ’ ου η αίτηση και δη στις περιπτώσεις όπου ασκείται έλεγχος από την Ελεγκτική Υπηρεσία στα πλαίσια της αρμοδιότητάς της και προκύπτει, ως αναγκαία, ερμηνεία νομοθετικής διάταξης. Το ενώπιόν μας όμως διάβημα για απόλυση του Γενικού Ελεγκτή δεν έχει τη διάσταση κολασμού της έκφρασης διαφορετικής γνώμης. Επικεντρώνεται όχι μόνο στην απαξιωτική κρίση των γνωματεύσεων και αποφάσεων του Γενικού Εισαγγελέα από τον Γενικό Ελεγκτή, αλλά, και ιδίως, στα ανεπίτρεπτα σχόλια, υπαινιγμούς και απόδοση αλλότριων κινήτρων κατά την ενάσκηση των συνταγματικών εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα.

Το Συμβούλιο χαρακτήρισε ως σοβαρό ατόπημα και απρεπή χαρακτηρισμό το γεγονός ότι ο Γενικός Ελεγκτής χαρακτήρισε την συνταγματική ενάσκηση των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα ως απειλή για το κράτος δικαίου. «Ο Γενικός Ελεγκτής όχι απλώς «πέρασε τη γραμμή» (crossed the line), αλλά με εμμονή παραβίαζε το τεκμήριο αθωότητας άλλου κρατικού αξιωματούχου (σ.σ. Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα) και απαξίωνε το αθωωτικό πόρισμα της Αρμόδιας Αρχής κατά της Διαφθοράς, παραπέμποντας σε λαϊκά δικαστήρια. Τοιουτοτρόπως ενεργώντας, απέτυχε να αντιληφθεί ότι οι μεταξύ των θεσμών διαφορές δεν επιλύονται με φραστικές, δημόσιες, αντιπαραθέσεις, αλλά ούτε και η απόδοση οποιασδήποτε τυχόν μεμπτής συμπεριφοράς εναντίον άλλου αξιωματούχου αποτελεί αντικείμενο δημοσίων συζητήσεων. Ακολουθούνται οι εκ του Συντάγματος επιβαλλόμενες διαδικασίες. Έτσι λειτουργούν οι θεσμοί και έτσι θωρακίζεται το κράτος δικαίου. Αυτή την οδό όφειλε να ακολουθήσει ο Γενικός Ελεγκτής, εάν έκρινε ότι υπάρχουν επαρκή στοιχεία προς απόδοση ευθυνών σε άλλο κρατικό αξιωματούχο, είτε αυτό αφορούσε τον Γενικό Εισαγγελέα για αντιθεσμικές, έκνομες ενέργειές του ή τον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα για διαφθορά ή συμπεριφορά πέραν του συνταγματικού πλαισίου. Άλλως, διαβρώνονται οι θεσμοί, απαξιώνονται στα μάτια των πολιτών και «επακολουθεί χάος».

«Παρασύρθηκε από τις Σειρήνες της δημοφιλίας»

Οι οκτώ δικαστές έδειξαν μάλιστα με την απόφασή τους τον τρόπο που έπρεπε να συμπεριφέρεται ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης, τονίζοντας ότι όφειλε, ως φορέας με ιδιαίτερες εκ του Συντάγματος εξουσίες, να περιορίζεται στον επιβαλλόμενο έλεγχο και στην έκδοση σχετικών εκθέσεων με βάση τις έρευνες της υπηρεσίας του, αποφεύγοντας αντεγκλήσεις οι οποίες θα οδηγούσαν σε αμφισβήτηση του έργου του και θα υποδήλωναν ύπαρξη προκατάληψης. «Επιβεβλημένο είναι να τονίσουμε ότι κάθε μας αναφορά στον Γενικό Εισαγγελέα και στον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα ουδόλως αφορά στα πρόσωπα που έτυχε τώρα να κατέχουν τα αξιώματα. Τα πρόσωπα έρχονται και παρέρχονται. Οι θεσμοί όμως, το κράτος δικαίου και ο νομικός πολιτισμός, είναι αξίες διαχρονικές».

Καταλήγοντας στην απόφασή του το Δικαστήριο σημείωσε πως «το πλήρες φάσμα των ενώπιόν μας δεδομένων δείχνει με σαφήνεια ότι ο καθ’ ου η αίτηση μεθοδευμένα ενεργούσε, αποδομώντας τους επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας και επιφυλάσσοντας για τον εαυτό του τον ρόλο του μοναδικού, αδέκαστου, προασπιστή των συμφερόντων των πολιτών. Παρασυρόμενος από τις Σειρήνες της δημοφιλίας και των δημοσκοπήσεων, σύγχυσε τα όρια του θεσμικού του ρόλου και εξέθεσε τη θεσμοθετημένη λειτουργία των επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας, παραβλέποντας ότι η όποια προσωπική αντίληψη και τυχόν διαφορά του με τα εν λόγω πρόσωπα, δεν αφορούσε τους θεσμούς του Κράτους, απρόσωπους εκ της φύσεώς τους και την αποστολή τους. Ενεργώντας τοιουτοτρόπως, αποστέρησε από τον εαυτό του της στοιχειώδους κρίσης και ευθυκρισίας να αντιληφθεί ότι οι πράξεις του οδηγούσαν σε απαξίωση, όχι μόνο των προσώπων, αλλά, κυρίως, των θεσμών που εκπροσωπούν. Ιδίως σε μια εποχή που η ενδυνάμωση και στήριξή τους προβάλλει ως άκρως επιβεβλημένη προς διαφύλαξη του κοινωνικού ιστού και θωράκιση του κράτους δικαίου. Ένας αξιωματούχος που ενεργεί ως ανωτέρω, χωρίς αντίληψη των ορίων της αρμοδιότητάς του, χωρίς σεβασμό στους πολιτειακούς Θεσμούς, με έλλειψη ευθυκρισίας, είναι ανίκανος να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά του».

Αυτοί είναι οι 8 δικαστές

. Αντώνης Λιάτσος, πρόεδρος

. Τεύκρος Οικονόμου

. Τάσια Ψαρά Μιλτιάδου

. Δώρα Σωκράτους

. Στάλω Χατζηγιάννη Χριστοδούλου

. Τερέζα Καρακάννα

. Ηλίας Γεωργίου

. Μαρίκα Καλλίγερου

Πηγή: Philenews

Related Articles