Την ανάγκη για θεσμοθέτηση εσωτερικών κανονισμών που θα ρυθμίζουν τη δανειοδότηση και την ασφαλιστική κάλυψη ηλικιωμένων οδηγών, επισημαίνει σε Έκθεσή της η Επίτροπος Διοίκησης και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Μαρία Στυλιανού Λοττίδη.
Η Έκθεση συντάχθηκε έπειτα από εξέταση αριθμού παραπόνων από άτομα άνω των 70 ετών, τα οποία αντιμετώπισαν άρνηση τραπεζών να τους χορηγήσουν δάνεια, ακόμη και με εξασφαλίσεις, καθώς και από ασφαλιστικές εταιρείες που είτε απέρριψαν αιτήσεις ασφάλισης μηχανοκίνητων οχημάτων, είτε επέβαλαν υπερβολικά υψηλά ασφάλιστρα.
Ενδεικτικά αναφέρεται η περίπτωση 80χρονου πολίτη, ο οποίος παρά το γεγονός ότι δεν είχε ποτέ εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα, είδε το ετήσιο ασφάλιστρό του να εκτοξεύεται από τα 250 στα 800 ευρώ.
Η Επίτροπος αναγνωρίζει την απουσία νομικού πλαισίου σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο που να απαγορεύει ρητά τις διακρίσεις λόγω ηλικίας στον τομέα των χρηματοοικονομικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών. Όπως σημειώνεται, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες –συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου– επιτρέπεται, ρητά ή σιωπηρά, η διαφοροποίηση όρων με βάση την ηλικία, χωρίς αυτό να θεωρείται διάκριση.
Η Έκθεση υπογραμμίζει ότι βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, δεν υφίσταται νομική προστασία για τους ηλικιωμένους έναντι τέτοιων διαφοροποιήσεων. Ως εκ τούτου, οι οργανισμοί έχουν τη δυνατότητα να απορρίπτουν αιτήσεις ή να επιβάλλουν δυσμενείς όρους, χωρίς υποχρέωση αιτιολόγησης.
Παρόλο που η ηλικία μπορεί να λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση αιτήσεων, η Κεντρική Τράπεζα και ο Έφορος Ασφαλίσεων επισημαίνουν ότι δεν πρέπει να αποτελεί τον μοναδικό ή καθοριστικό παράγοντα, αλλά να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο εξατομικευμένης αξιολόγησης.
Ωστόσο, σύμφωνα με τις καταγγελίες που εξετάστηκαν, υπάρχουν περιπτώσεις όπου ηλικιωμένα άτομα απορρίπτονται αυτομάτως λόγω ηλικίας, χωρίς καν να προηγηθεί αξιολόγηση των επιμέρους χαρακτηριστικών τους.
Η κ. Λοττίδη τονίζει πως, παρότι οι φορείς δεν υποχρεούνται νομικά να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους ή να παρέχουν σαφείς πληροφορίες για τα κριτήριά τους, η διαφάνεια και η ενημέρωση των πολιτών θα έπρεπε να θεωρούνται βασικές αρχές επαγγελματικής δεοντολογίας και σεβασμού των δικαιωμάτων των ηλικιωμένων ως καταναλωτών.
Καταλήγοντας, η Επίτροπος εισηγείται την ανάγκη καθιέρωσης δεσμευτικών εσωτερικών κανονισμών για τα χρηματοπιστωτικά και ασφαλιστικά ιδρύματα. Οι κανονισμοί αυτοί θα πρέπει να διασφαλίζουν:
α) εξατομικευμένες, αιτιολογημένες απαντήσεις στα αιτήματα των ενδιαφερομένων και
β) προσβάσιμες, κατανοητές πληροφορίες για τις διαδικασίες και τα κριτήρια αξιολόγησης.
Προτείνει επίσης να εξεταστούν θεσμικά μέτρα επιπλέον προστασίας των ηλικιωμένων, όπως ειδικές εκπτώσεις ή ανταμοιβές, ακολουθώντας πρότυπα που εφαρμόζονται ήδη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.