Το θέμα των εκποιήσεων ταλανίζει τον τόπο μας και τους συμπολίτες μας εδώ και αρκετά χρόνια. Πολλοί συνάνθρωποι μας έχουν βιώσει και βιώνουν μέχρι σήμερα από πρώτο χέρι την αμείλικτη αυτή διαδικασία και βλέπουν τα σπίτια τους να χάνονται και να μένουν χωρίς στέγη. Ένα κοινωνικό ζήτημα που πλέον μετρά χρόνια αναζητώντας λύση, με την πολιτεία διαχρονικά να στέκεται ακόμη μια φορά πιο χαμηλά από το ύψος των περιστάσεων. Μέχρι σήμερα συμπολίτες μας έρχονται αντιμέτωποι με τον κίνδυνο να χάσουν το σπίτι τους με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς να έχουν ουσιαστικά όπλα να υπερασπιστούν την περιουσία τους.
Το παρόν άρθρο δεν αποσκοπεί στην εξεύρεση λύσης όσον αφορά τα θέματα εκποιήσεων, ούτε να παρέχει νομικές συμβουλές. Με το παρόν αποσκοπείται η ανάδειξη του θέματος στις κανονικές του διαστάσεις, ως υφίσταται μέσω του ενωσιακού και εθνικού δικαίου, ούτως ώστε να μπορεί να ενημερωθεί ο πολίτης με τρόπο δίκαιο και υπεύθυνο. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται πραγματιστική προσέγγιση για προστασία των επηρεαζόμενων συμπολιτών μας.
Αρχικά, θα πρέπει να αναφερθεί ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Οδηγία (ΕΕ) 2014/17 σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, διαπίστωσε και αναγνώρισε ότι η χρηματοπιστωτική κρίση έδειξε ότι η ανεύθυνη συμπεριφορά των συμμετεχόντων στην αγορά μπορεί να υπονομεύσει τα θεμέλια του χρηματοοικονομικού συστήματος, οδηγώντας σε έλλειψη εμπιστοσύνης εκ μέρους όλων των πλευρών, ιδίως των καταναλωτών, και, δυνητικά, σε σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες. Εκ των συνεπειών της ανεύθυνης αυτής συμπεριφοράς, είναι και η εκποίηση ακινήτων τα οποία είναι κατοικίες. Αναγνωρίζεται επίσης στην Οδηγία (ΕΕ) 2014/17, ότι απαιτείται διαφοροποιημένη προσέγγιση στις συμβάσεις πίστωσης που αφορούν ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, λόγω των ιδιαιτεροτήτων τους. Με άλλα λόγια η Ευρώπη έχει διαπιστώσει την ύπαρξη του προβλήματος και έχει θεσπίσει από το 2017 εξειδικευμένη προσέγγιση στα θέματα συμβάσεων που αφορούν κατοικίες.
Στην κυπριακή έννομη τάξη, η Οδηγία (ΕΕ) 2014/17 έχει μεταφερθεί μέσω του Νόμου περί Συμβάσεων Πίστωσης για Καταναλωτές σε σχέση με Ακίνητα που προορίζονται για Κατοικία του 2017 (Ν. 41(I)/2017). Η εν λόγω νομοθεσία ωστόσο, ισχύει μόνο για συμβάσεις πίστωσης που έχουν συναφθεί μετά την 9ην Μαΐου 2017, ημερομηνία δημοσίευσης του εν λόγω νομοθετήματος. Δηλαδή ο εν λόγω Νόμος Ν. 41(I)/2017, δεν έχει αναδρομική ισχύ για όλες τις συμβάσεις δανείου που αφορούν κατοικίες. Η Οδηγία (ΕΕ) 2014/17 από την άλλη, καθορίζει την καθολική εφαρμογή των διατάξεων της, σε όλες τις συμβάσεις δανείου που αφορούν κατοικία ανεξάρτητα από τον χρόνο συνομολόγησης τους.
Δεδομένων των πιο πάνω, μεγάλος αριθμός συμπολιτών μας έρχονται αντιμέτωποι με την αμείλικτη διαδικασία η οποία καθορίζεται στον Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο του 1965, η οποία αφενός δεν αναγνωρίζει οποιαδήποτε διαφοροποιημένη προσέγγιση στις συμβάσεις πίστωσης που αφορούν ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, ως προνοείται και στο άρθρο 28 του περί Συμβάσεων Πίστωσης για Καταναλωτές σε σχέση με Ακίνητα που προορίζονται για Κατοικία του 2017, το οποίο προνοεί ότι πρέπει να ασκείται «εύλογη ανοχή πριν από την έναρξη διαδικασιών που οδηγούν σε εκποίηση». Αφετέρου, η διαδικασία εκποίησης έχει αναδρομική ισχύ και εφαρμόζεται σε όλες τις συμβάσεις δανείου οποτεδήποτε και αν αυτές έχουν συνομολογηθεί, εν αντιθέσει με το προαναφερθέν άρθρο 28, το οποίο εφαρμόζεται μόνο σε συμβάσεις που έχουν συνομολογηθεί μετά την 9ην Μαΐου 2017.
Καθίσταται σαφές ότι η κυπριακή πολιτεία, ναι μεν έχει μεταφέρει στην κυπριακή έννομη τάξη την Οδηγία (ΕΕ) 2014/17, ωστόσο η εν λόγω Οδηγία έχει μεταφερθεί με τρόπο κατά τον οποίο μεγάλος αριθμός συμπολιτών μας παραμένει εκτεθειμένος σε αθέμιτες πρακτικές και χωρίς να μπορεί να απολαύσει την προστασία η οποία ήδη παρέχεται από το ευρωπαϊκό δίκαιο.
Είναι δεδομένο ότι θα πρέπει να υπάρξει πολιτική βούληση για πλήρη εναρμόνιση της Κύπρου με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, ούτως ώστε να υπάρχει η κατάλληλη αντιμετώπιση στα θέματα εκποιήσεων και αυτό δεν χωρεί οποιαδήποτε συζήτηση.
Ωστόσο, μέχρι να υλοποιηθούν τα πιο πάνω, κάποιοι ανάμεσα μας αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο απώλειας της κατοικίας τους. Προτρέπονται οι συμπολίτες μας αυτοί, να αναζητούν νομική συμβουλή εγκαίρως για να προστατεύουν τα δικαιώματα τους. Απαιτείται στοχευμένη νομική αντιμετώπιση και ενεργοποίηση των εργαλείων προστασίας σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Οι σειρήνες οι οποίες υπόσχονται επίλυση του προβλήματος τους μέσω καταγγελιών ή και ανάδειξη του προβλήματος, αποπροσανατολίζουν τους πολίτες, προσφέροντας ψευδαισθήσεις σε ένα θέμα κοινωνικά ευαίσθητο, το οποίο αναγνωρίστηκε από την Ευρώπη ότι υπάρχει εδώ και χρόνια.


