What a lucky man! Ποιος; Ο Κώστας Κουτάγιαρ. Το όνομα Κουτάγιαρ με ρίζες από Μάλτα. Ο πιο σπουδαίος, ο πιο διάσημος φωτογράφος μόδας στην Ελλάδα, αλλά και γνωστός τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ.
Για πρώτη φορά τον συνάντησα τυχαία. Μικρόσωμος, με ντύσιμο επιμελώς ατημέλητο και μια μικρή τούφα μαλλιών, χρώματος ξανθοκόκκινου (είναι αυθεντικό, μου είπε), να καλύπτει το μέτωπό του. Οι ιστορίες και τα περιστατικά της πολυτάραχης ζωής του είναι τόσα πολλά που καθένα εξ αυτών θα μπορούσε να γίνει σενάριο ταινίας ή μυθιστόρημα. Πάμε τώρα στο πεδίο της φωτογραφικής, κοινωνικής, επαγγελματικής και σεξουαλικής δράσης του Κώστα Κουτάγιαρ. Με τα δικά του λόγια.

Σκηνή 1η
Και με τον Ανδρέα Παπανδρέου
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ: Το όνομα Κουτάγιαρ από πού προέρχεται;
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΑΓΙΑΡ: Ενας προπάππος μου ήταν από τη Μάλτα. Εγώ γεννήθηκα στην Αθήνα. Ο πατέρας μου ήταν επίσης Ελληνας.
Δ.Δ.: Και πώς ξεκίνησε η ιστορία με τη φωτογραφία;
Κ.Κ.: Ο πατέρας μου ήταν γλύπτης, οπότε ανακατευόμουν από πολύ μικρός με όλα αυτά τα καλλιτεχνικά. Η βασική μου επιδίωξη ήταν να δώσω στη Σχολή Καλών Τεχνών, για να σπουδάσω Ζωγραφική, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις του πατέρα μου, διότι δεν είχε πετύχει ως γλύπτης και δεν ήθελε και ο γιος του να έχει την ίδια τύχη.
Δ.Δ.: Εβγαζε τίποτα ο πατέρας σου ως γλύπτης;
Κ.Κ.: Οχι, πολύ λίγα και αναγκάστηκε να γίνει ξυλογλύπτης για να τα βγάλουμε πέρα.
Δ.Δ.: Φτωχή οικογένεια.
Κ.Κ.: Ναι, ναι.
Δ.Δ.: Και τα λεφτά;
Κ.Κ.: Δούλευα ως φοιτητής στην Αγγλία. Διάφορα επαγγέλματα. Ημουν βοηθός σε φαρμακείο, δούλεψα σε ένα department store που είχε μανάβικο. Μετά δούλεψα σε διαφημιστική εταιρεία. Τα δίδακτρα ήταν πολύ λίγα, γιατί είχα πάει με ένα αντίστοιχο καθεστώς με αυτό που έρχονται οι Κύπριοι στην Ελλάδα. Επέστρεψα στην Ελλάδα και επειδή ο πατέρας μου εντωμεταξύ είχε αρρωστήσει, έπρεπε να δουλέψω αμέσως. Σε ηλικία 22-23 έπιασα δουλειά σε ένα δημιουργικό γραφείο, το Κώστας Γκόμπλιας και Συνεργάτες. Δούλεψα με τον Γκόμπλια, τον Κοροβέση και τον Καλαντίδη, γράφαμε κείμενα και κάναμε διαφημιστικές μακέτες.
Δ.Δ.: Ξεκινάς από τη διαφήμιση δηλαδή.
Κ.Κ.: Ναι, δουλεύαμε αρκετά για τις καμπάνιες του ΠΑΣΟΚ.
Δ.Δ.: Εχεις γνωρίσει τον Ανδρέα τον Παπανδρέου δηλαδή;
Κ.Κ.: Ναι.
Δ.Δ.: Μίλησες μαζί του, έκανες παρέα;
Κ.Κ.: Παρέα όχι, αλλά μιλούσαμε. Συμπαθέστατος. Πολύ έξυπνος, ξυράφι, γοητευτικός.

Σκηνή 2η
Οι πρώτες δουλειές
Δ.Δ.: Και στη φωτογραφία πώς βρέθηκες;
Κ.Κ.: Επιασα δουλειά ως art director στην BBDO με τον Γιώργο Ζαννιά. Ο Ζαννιάς, ο Γκόμπλιας και ο Νίκος Δήμου τότε ήταν τα μεγάλα ονόματα της ελληνικής διαφήμισης. Εν συνεχεία, έκανα και χρέη junior creative director. Και έπρεπε να πηγαίνω στους φωτογράφους και να ζητάω να φωτογραφίσουμε ένα προϊόν για μια συγκεκριμένη καμπάνια. Οι φωτογράφοι εκείνης της εποχής στην Αθήνα είχαν σπουδάσει συνήθως στο Παρίσι, είχαν γυρίσει με μεγάλα όνειρα στην Ελλάδα -που δυστυχώς δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν- και λίγο πολύ βαριόντουσαν τη διαφήμιση. Οπότε εγώ, έχοντας επιστρέψει από το Λονδίνο, από μια διαφορετική κατάσταση από την ελληνική αγορά, είχα άλλες εικόνες και αναγκαζόμουν να στήνω τα θέματα, να τα φωτίζω και το τελικό «κλικ» να το κάνει ο φωτογράφος. Και ο φωτογράφος πληρωνόταν τριπλά λεφτά από μένα. Οπότε κάποια στιγμή αποφάσισα να πάρω μια μηχανή και να αρχίσω να φωτογραφίζω μόνος μου.
Δ.Δ.: Ποια ήταν η πρώτη μηχανή;
Κ.Κ.: Ηταν μια Hasselblad.
Δ.Δ.: Ποια ήταν η πρώτη σου δουλειά;
Κ.Κ.: Η πρώτη μου δουλειά ήταν μερικά still life για την ίδια την BBDO όπου δούλευα. Αλλά η πρώτη κανονική δουλειά, να το πω έτσι, ήταν ένας κατάλογος της Lapin με παιδικά ρούχα.
Δ.Δ.: Τι έβγαλες από αυτό;
Κ.Κ.: Αν θυμάμαι καλά, πρέπει να ήταν περίπου 250.000 δραχμές, όταν ο βασικός μισθός ήταν περίπου 35.000.
Δ.Δ.: Και έχεις κάνει τα εξώφυλλα σχεδόν σε όλα τα περιοδικά.
Κ.Κ.: Εχω κάνει «Γυναίκα», το πρώτο εξώφυλλο στο «Κλικ», το πρώτο εξώφυλλο του «Marie Claire», το πρώτο εξώφυλλο του «Elle»…
Δ.Δ.: To «Nitro»;
Κ.Κ.: Το «Nitro» πολύ αργότερα, διότι την εποχή που ο Κωστόπουλος ξεκίνησε το «Nitro» εγώ συνεργαζόμουν κυρίως με τον Λυμπέρη και πληρωνόμουν μια αποκλειστικότητα. Ο Λυμπέρης είχε το «Status» και αργότερα τη «Vogue». Εγώ δούλευα πάρα πολύ για το πρώτο, αλλά και για το δεύτερο.

Σκηνή 3η
Ολες οι καλλονές στον φακό
Δ.Δ.: Στην επαγγελματική διαδρομή σου θα συνάντησες πάρα πολλά μανεκέν.
Κ.Κ.: Ναι, και άνδρες και γυναίκες. Σχεδόν όλες τις γνωστές της δεκαετίας του ’90, όπως η Βίκυ Κουλιανού, η Βίκυ Καγιά, η Τζένη Μπαλατσινού, η Τζίνα Αλιμόνου… Σχεδόν όλες.
Δ.Δ.: Ολα αυτά τα κορίτσια, τότε, τι πλάσματα ήταν; Είχες και κάποια σχέση μαζί τους, ερωτική;
Κ.Κ.: Οχι, ποτέ. Με καμία Ελληνίδα.
Δ.Δ.: Μόνο με ξένες;
Κ.Κ.: Ε, με κάποιες ξένες, λόγω δουλειάς είχα και κάποιες σχέσεις.
Δ.Δ.: Τι κορίτσια λοιπόν ήταν αυτά;
Κ.Κ.: Αυτά τα κορίτσια ήταν τις περισσότερες φορές στο ξεκίνημά τους. Εχω φωτογραφίσει, για παράδειγμα, τη Βάνα Μπάρμπα για το «Κλικ». Προσπαθούσαν να γίνουν μοντέλα. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που δεν παράγει μόδα. Και αν υποθέσουμε ότι σήμερα παράγει λίγη, τότε η μόδα που παρήγαγε ήταν ελάχιστη. Οπότε σε μια αγορά όπως η Ελλάδα, αυτό που λέμε fashion model ήταν ένας όρος τιμής ένεκεν. Στην πραγματικότητα δεν ήταν ακριβώς μοντέλα, ήταν λίγο πολύ celebrities και wannabe μοντέλα.
Δ.Δ.: Η πιο όμορφη που συνάντησες ποια ήταν;
Κ.Κ.: Από τις πιο όμορφες που έχω φωτογραφίσει είναι η Κάτια Ζυγούλη, η γυναίκα του Ρουβά. Και η Αλιμόνου πολύ όμορφη. Απλά έλειπε ένα μεγάλο διάστημα και δεν δούλεψα πολλές φορές μαζί της.
Δ.Δ.: Γιατί λες ότι δεν ήταν μοντέλα με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές; Τι έλειπε;
Δ.Δ.: Τι έκανε, παιδικά ρούχα;
Κ.Κ.: Οχι, ήταν ψηλή, όμορφη, είχε ξεκινήσει να κάνει κάποιους καταλόγους, κάποιες δουλειές μόδας, κάποια λίγα editorials, κάτι τέτοιο.

Σκηνή 4η
1 εκατ. για καμπάνια τσιγάρων
Δ.Δ.: Και φωτογράφιζες άνδρες μοντέλα. Ελληνες όλοι;
Κ.Κ.: Οχι, ξένοι και όλοι σούπερ τοπ μοντέλα. Ολα τα μεγάλα μοντέλα της δεκαετίας του ’90, όχι μόνο από την Ευρώπη, αλλά και από την Αμερική. Εγώ τους έφερνα και o Λυμπέρης τούς πλήρωνε.
Δ.Δ.: Πόσα λεφτά έπαιρνε ένα διάσημο ανδρικό μοντέλο;
Κ.Κ.: Οι αμοιβές των μοντέλων για τα editorials μόδας ήταν και είναι πολύ μικρές. Τα μοντέλα το κάνουν κυρίως για τη δουλειά, για να βγάλουν φωτογραφίες.
Δ.Δ.: Μισό λεπτό, ένα μοντέλο διάσημο στην Αμερική ή στην Αγγλία θα έρθει στην Ελλάδα, σε ένα περιοδικό που λέγεται «Status», για να κερδίσει τι, αν όχι λεφτά;
Κ.Κ.: Θα έρθει γιατί ξέρει τον φωτογράφο.
Δ.Δ.: Και τι έπαιρνες από το πακέτο αυτό; Που έφερνες τα μοντέλα, φωτογράφιζες, έστηνες το περιοδικό;
Κ.Κ.: Για παράδειγμα, 30.000 τη σελίδα επί 10 σελίδες 300.000… Περίπου εκεί, από 300.000 έως 500.000 δραχμές. Σε ευρώ, η μεγαλύτερη αμοιβή που έπαιρνα από περιοδικά ήταν περίπου 350 ευρώ η σελίδα. Για έναν φωτογράφο, τα περιοδικά είναι κυρίως ένα μέσο για να δείξει τη δουλειά του. Τα χρήματα δεν τα βγάζει από τα περιοδικά, τα βγάζει από τις καμπάνιες, είτε μόδας είτε διαφημιστικές. Επίσης, τη δεκαετία του ’90 μέχρι και τις αρχές του 2000, επιτρέπονταν οι καμπάνιες των τσιγάρων, οι οποίες ήταν πολύ καλά πληρωμένες. Εχω κάνει περίπου 57 καμπάνιες τσιγάρων, εκ των οποίων τέσσερις παγκόσμιες.
Δ.Δ.: Ποιες;
Κ.Κ.: Μια παγκόσμια καμπάνια που έκανα ήταν τα Davidoff. Μία άλλη ήταν τα Prince of Denmark. Μια άλλη ήταν τα John Player Special. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο φωτογράφος πληρώνεται δικαιώματα χρήσης ανά χώρα.
Δ.Δ.: Δηλαδή πόσα σου φέρνει μια τέτοια καμπάνια;
Κ.Κ.: Θα σου πω για την καμπάνια των Prince of Denmark. Ηταν μια τεράστια παραγωγή, εννέα φωτογραφίες με έναν άνδρα που ήταν πάνω σε μια μοτοσικλέτα και υποτίθεται ότι με αυτή γύριζε τον κόσμο. Και κάποια στιγμή σταμάταγε σ’ ένα χωριό, σε μια πόλη και κάπνιζε ένα τσιγάρο ανάμεσα στους ντόπιους. Εννέα φωτογραφίες που έμοιαζαν ότι είναι σε εννιά διαφορετικά μέρη – και ο μόνος τρόπος για να παραχθεί αυτή η καμπάνια ήταν να πάμε στο Χόλιγουντ, στο Λος Αντζελες. Πήγαμε ένα team ανθρώπων εκεί για περίπου 24-25 ημέρες. Το κόστος παραγωγής ήταν περίπου 1,5 εκατ. δολάρια τότε. Η αμοιβή η δική μου, ξεχωριστή από αυτά τα χρήματα, έφτασε συνολικά στο 1 εκατ. δολάρια. Διότι μαζεύονταν τα χρήματα ανά χώρα και ανά αγορά.

Σκηνή 5η
Στο περιοδικό «Max» αφιέρωμα με 48 σελίδες
Δ.Δ.: Σε φώναζαν και στο εξωτερικό να κάνεις φωτογραφήσεις;
Κ.Κ.: Ναι, βέβαια.
Δ.Δ.: Ποιοι; Ο Gucci;
Κ.Κ.: Οχι, έχω κάνει μια καμπάνια του Krizia, έχω κάνει την παγκόσμια καμπάνια της Polaroid για τα επαγγελματικά φιλμ, αρκετά ξένα περιοδικά όπως το «GQ», «Max», το οποίο είχε κάνει και ένα αφιέρωμα για μένα, 48 σελίδες έξτρα τεύχος. Είχε κάνει ένα για τον Χέλμουτ Νιούτον, ένα για μένα και ένα για έναν άλλον φωτογράφο που δεν θυμάμαι τώρα. Εχω κάνει γερμανικό «Bazaar», «Männer Vogue», η γερμανική ανδρική «Vogue», έχω κάνει αγγλικό «Esquire», αρκετά ισπανικά περιοδικά…
Δ.Δ.: Εχεις ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, φαντάζομαι. Αιθιοπία έχεις πάει;
Κ.Κ.: Ναι, τελευταία πήγα στην Αιθιοπία και φωτογράφησα μερικές φυλές και θέλω να ξαναπάω.
Δ.Δ.: Για ποιον λόγο το έκανες αυτό; Για τον Minas;
Κ.Κ.: Οχι, το έκανα για μένα. Κάνω κάποιες καμπάνιες του Minas και μερικές του Zolotas.
Δ.Δ.: Με ποιες από τις ξένες κοπέλες είχες σχέση;
Κ.Κ.: Δεν θέλω να τα πω αυτά. Προφανώς, είχα σχέσεις. Με 18 ώρες την ημέρα δουλειά και τις ελάχιστες ευκαιρίες που είχα να γνωρίσω κάποιες γυναίκες, προφανώς, ήταν και κάποια μοντέλα.
Δ.Δ.: Δεν παντρεύτηκες ποτέ.
Κ.Κ.: Οχι.
Δ.Δ.: Από πεποίθηση;
Κ.Κ.: Ναι.
Δ.Δ.: Και έχεις μια μανία με το styling, κάνω λάθος;
Κ.Κ.: Με το styling στη φωτογραφία.
Δ.Δ.: Και στην προσωπική σου ζωή.
Κ.Κ.: Ναι, δεν θα έλεγα μανία.
Δ.Δ.: Τι είναι το styling; Πρέπει να έχει λεφτά κανείς για να κάνει σωστό styling;
Κ.Κ.: Οχι, όχι. Το styling έχει να κάνει με αυτό που λέμε στυλ. Δεν είναι απαραίτητο να έχει κάποιος χρήματα.
Δ.Δ.: Μπορεί ένας φτωχός να έχει στυλ;
Κ.Κ.: Ναι, βέβαια. Μπορεί να αγοράζει ρούχα από αμερικάνικες αγορές, μεταχειρισμένα. Πολλές φορές στο Παρίσι όπου έχω ζήσει, έχω συναντήσει άστεγους, κλοσάρ δηλαδή, με εξαιρετικό στυλ, εξαιρετικό.
Δ.Δ.: Πώς γίνεται αυτό;
Κ.Κ.: Είναι θέμα γούστου, είναι θέμα άποψης, είναι θέμα καλαισθησίας.

Σκηνή 6η
Οι κορυφαίοι φωτογράφοι
Δ.Δ.: Οι πιο καλοντυμένες είναι οι Γαλλίδες, οι Αγγλίδες ή οι Ιταλίδες;
Κ.Κ.: Θα έλεγα ότι είναι κυρίως οι Γαλλίδες. Οταν λέμε καλοντυμένες, δεν το τοποθετώ σε επίπεδο χρημάτων. Αλλά οι Γαλλίδες είναι όντως καλόγουστες. Εχουν αυτό το ταλέντο, να κάνουν καλούς συνδυασμούς ή τουλάχιστον τους συνδυασμούς που εμένα με εντυπωσιάζουν, μου πάνε, μου ταιριάζουν.
Δ.Δ.: Από τους μεγάλους μόδιστρους γνώρισες πολλούς; Αρμάνι, Πράντα, Ιβ Σεν Λοράν, Βαλεντίνο;
Κ.Κ.: Οχι. Ο μόνος που είχα γνωρίσει τη δεκαετία του ’90 ήταν ο Ρομέο Τζίλι, ο οποίος ερχόταν στην Ελλάδα.
Δ.Δ.: Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία κ.λπ. Σε έχουν ζητήσει ποτέ εκεί;
Κ.Κ.: Βέβαια. Ας πούμε, το ιταλικό ανδρικό «Vogue», το «L’Uomo Vogue». Και όταν αργότερα αποφάσισε να κάνει την παραγωγή της δουλειάς στην Αμερική και έπαψε να συνεργάζεται με τους Ευρωπαίους φωτογράφους, όσοι δουλεύαμε στο «L’Uomo Vogue» πιάσαμε δουλειά σε ένα αντίστοιχο ιταλικό ανδρικό περιοδικό, το «Mondo Uomo». Ηταν σημαντικό περιοδικό για την εποχή.
Δ.Δ.: Οι τρεις κορυφαίοι φωτογράφοι για σένα ποιοι είναι; Και πέρα από τη μόδα, γενικά.
Κ.Κ.: Θα έλεγα τον Ιρβιν Πεν, τον Ρίτσαρντ Αβεντον και την Ανι Λίμποβιτς, Αμερικανοεβραία φωτογράφος, εν ζωή, από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του χώρου. Κάνει κυρίως πορτρέτα, και πολύ σημαντικά. Κυρίως για το «Vanity Fair».
Δ.Δ.: Και μία φωτογραφία της πόσο μπορεί να κοστίσει;
Κ.Κ.: Το κόστος μιας φωτογραφίας, καταρχήν, έχει να κάνει με τη χρήση της. Η αμοιβή της Ανι Λίμποβιτς, αυτό που λέμε day rate fee, δεν ξέρω πόσο είναι. Πάντως μια παραγγελία για μια φωτογραφία της μπορεί να φτάσει 1 εκατ. δολάρια ή και να το ξεπεράσει.
Σκηνή 7η
«Οι γυναίκες που επιλέγουν και δεν επιλέγονται»
Δ.Δ.: Ο Χέλμουτ Νιούτον;
Κ.Κ.: Με τον Νιούτον έτυχε να έχουμε τον ίδιο ατζέντη στο Μιλάνο, τον έχω γνωρίσει πολύ καλά και αυτόν και τη γυναίκα του. Είναι ένας φωτογράφος ο οποίος, όπως είπε και η σημειολόγος Σούζαν Σόνταγκ, φωτογράφιζε τη γυναίκα τού σήμερα σαράντα χρόνια πριν. Ο Νιούτον κατηγορήθηκε επειδή οι γυναίκες στις φωτογραφίες του ήταν εξαιρετικά δυναμικές και όμορφες και σέξι. Τον κατηγορούσαν για σεξισμό. Εξήγησε σε μια ανάλυση που είχε κάνει η Σούζαν Σόνταγκ στους «New York Times» ότι ο λόγος της κατηγορίας ήταν ότι ο Νιούτον φωτογράφιζε τις γυναίκες τόσο δυναμικές. Οι γυναίκες που επιλέγουν και δεν επιλέγονται. Ηταν πολύ σημαντικός ως φωτογράφος για τον τρόπο με τον οποίο έβλεπε τις γυναίκες. Και ήταν ακριβώς το ανάποδο από αυτό που καταλάβαινε ο κόσμος που δεν ήξερε και δεν το ανέλυε παραπάνω.
Δ.Δ.: Το εξώφυλλο σε εκείνο το άλμπουμ του με τα πορτρέτα, με τη γυναίκα που είναι γυμνή τελείως, είναι τρομερό.
Κ.Κ.: Ακριβώς. Σε αυτό το εξώφυλλο η γυναίκα είναι εντελώς γυμνή και φοράει μόνο τακούνια. Και στέκεται με ανοιχτά πόδια, θεόγυμνη, μπροστά από την κάμερα. Είναι μια γυναίκα η οποία δεν έχει να φοβηθεί τίποτα, δεν κρύβει κάτι, δεν προσποιείται κάτι. Είναι αυτή, το πιστεύει, είναι δυναμική. Και μάλιστα, κατά μία έννοια, δεν είναι και ιδιαίτερα σέξι, διότι είναι εντελώς γυμνή. Μια γυναίκα γυμνή θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι βιβλίο Φυσικής Ιστορίας. Μια γυναίκα μισόγυμνη είναι σέξι.
Δ.Δ.: Γιατί αναπτύσσει το φαντασιακό;
Κ.Κ.: Προφανώς, γιατί εκεί αρχίζει πια ένα παιχνίδι. Οτι κάτι κρύβω, κάτι μπορώ να δείξω, κάτι μπορώ να δώσω, κάτι δεν μπορώ να δώσω.
Δ.Δ.: Δηλαδή το γυμνό δεν είναι σεξουαλικό.
Κ.Κ.: Το γυμνό από μόνο του, όχι. Εγώ θα έλεγα ότι το γυμνό είναι πάρα πολύ φυσιολογικό, κατά μία έννοια. Το ότι ένας φωτογράφος θεωρείται σημαντικός έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο βλέπει τον κόσμο. Δεν έχει να κάνει ούτε με την τεχνική του, ούτε με τις δημόσιες σχέσεις του, ούτε με κάτι άλλο. Εχει να κάνει με την οπτική, δηλαδή με τη θέση του απέναντι στα πράγματα, απέναντι στον κόσμο. Αν μιλάμε για γυναικεία μόδα, είναι και η θέση του απέναντι στις γυναίκες. Δηλαδή πώς βλέπει τις γυναίκες σε αυτή την κοινωνία.
Δ.Δ.: Εσύ πώς τις βλέπεις;
Κ.Κ.: Εγώ τις γυναίκες τις έβλεπα και τις βλέπω πάντα εντελώς ίσες. Εντελώς όμως.
Δ.Δ.: Μπορεί να είναι και πιο δυναμικές από εσένα;
Κ.Κ.: Θα μπορούσε. Κατά καιρούς θα μπορούσε να είναι και αυτό.
Δ.Δ.: Εχεις πέσει θύμα μιας τέτοιας γυναίκας; Να σε χειριστεί, να σε τρελάνει και να σε παρατήσει μετά;
Κ.Κ.: Δεν θα έλεγα ότι έχω υπάρξει θύμα. Θα έλεγα ότι έχω ερωτευτεί και έχω υποφέρει.
Δ.Δ.: Εχεις πέσει στα πατώματα;
Κ.Κ.: Κατά καιρούς, ναι.
Δ.Δ.: Εχεις παρακαλέσει;
Κ.Κ.: Εχει τύχει να παρακαλέσω κιόλας.
Δ.Δ.: Και δεν έγινε τίποτα; Δεν γύρισε πίσω;
Κ.Κ.: Κάποιες φορές έγινε, κάποι

ες φορές δεν έγινε. Συνήθως δεν γίνεται δουλειά με παρακάλια.
Σκηνή 8η
«Θα σε πάρω για φωτογράφηση σε ένα ταξίδι αν κοιμηθείς μαζί μου»
Δ.Δ.: Στον δικό σου επαγγελματικό χώρο υπάρχει σεξουαλική παρενόχληση, από άνδρες που την πέφτουν σε γυναίκες;
Κ.Κ.: Προφανώς, ναι. Αλλά και ανάποδα. Και από γυναίκες. Εγώ έχω εισπράξει από fashion director, όχι Ελληνίδα, τη φράση «μου αρέσεις και θα σε πάρω για φωτογράφηση σε ένα ταξίδι αν κοιμηθείς μαζί μου. Διότι θα πρέπει να ξέρεις ότι οι περισσότεροι σπουδαίοι φωτογράφοι κοιμούνται με τις fashion directors».
Δ.Δ.: Είναι αλήθεια αυτό;
Κ.Κ.: Δεν νομίζω.
Δ.Δ.: Πήγες τελικά εσύ;
Κ.Κ.: Οχι, δεν πήγα. Δεν έγινε το ταξίδι καν. Δεν είναι ότι φοβήθηκα ή συναίνεσα ή δεν συναίνεσα.
Δ.Δ.: Αρα υπάρχουν περιστατικά γυναικών που την πέφτουν στους άνδρες στον χώρο αυτό.
Κ.Κ.: Βεβαίως. Ή, εν πάση περιπτώσει, σε φέρνουν σε πολύ δύσκολη θέση. Και λογικό είναι.
Δ.Δ.: Από μανεκέν, από μοντέλο;
Κ.Κ.: Η σχέση που μπορεί να έχει ένας φωτογράφος με ένα μοντέλο είναι συνήθως πάρα πολύ μικρή και πολύ σύντομη. Δεν τον ξέρεις τον άλλον. Τώρα αν κάποιοι φωτογράφοι έχουν κάνει κατάχρηση της εξουσίας τους εμένα δεν με αφορά. Ημουν πάντα τόσο ανασφαλής, που δεν θα ήθελα να ξέρω ότι αυτή η γυναίκα είναι μαζί μου επειδή είμαι φωτογράφος ή επειδή χρειάζεται φωτογραφίες. Ακόμα και ένα μοντέλο που είχα σχέση μαζί της, ίσως ήταν η λιγότερο φωτογραφημένη. Διότι η ιδέα ότι έρχεται μαζί μου για να πάρει φωτογραφίες δεν μου πήγαινε, μου έβγαινε ανάποδα.
Σκηνή 9η
«Η Μελίνα, με μεγάλη διαφορά»
Δ.Δ.: Με το Δημόσιο είχες ποτέ σχέσεις;
Κ.Κ.: Οχι, καμία.
Δ.Δ.: Και με τα κόμματα; Μόνο με το ΠΑΣΟΚ;
Κ.Κ.: Οχι, έχω φωτογραφίσει και για τη Νέα Δημοκρατία, έχω φωτογραφίσει αρκετούς πολιτικούς, όπως τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Γιώργο Παπανδρέου, τον Κώστα Σκανδαλίδη, πολλούς.
Δ.Δ.: Τον Κυριάκο;
Κ.Κ.: Οχι.
Δ.Δ.: Την Ντόρα;
Κ.Κ.: Την Ντόρα ναι, για κάποιο περιοδικό, συνέντευξη.
Δ.Δ.: Απ’ όλες τις γνωστές Ελληνίδες ποια θα έλεγες ότι είχε δικό της στυλ;
Κ.Κ.: Η Μελίνα Μερκούρη, με μεγάλη διαφορά. Μακράν των άλλων.
Δ.Δ.: Τη Βουγιουκλάκη, την Καρέζη, τις συνάντησες;
Κ.Κ.: Οχι, δεν έτυχε.
Δ.Δ.: Από τους Ελληνες σχεδιαστές ποιον θα ξεχώριζες; Τη Λουκία, ας πούμε;
Κ.Κ.: Η Λουκία ήταν πάντα μια διαχρονική κλασική αξία, με εξαιρετική ποιότητα. Απλά ήταν πάντα μια κλασική σχεδιάστρια.
Δ.Δ.: Ο Μπίλι Μπο; Τον είχες συναντήσει;
Κ.Κ.: Ναι, τον είχα γνωρίσει τον Μπίλι Μπο. Θεωρώ ότι στην πραγματικότητα περισσότερο πούλησε την ομορφιά του και την εξυπνάδα του παρά το σχέδιό του.
Δ.Δ.: Κωστέτσος και όλοι αυτοί; Για πέταμα;
Κ.Κ.: Δεν λέω για πέταμα. Για τα ελληνικά δεδομένα και για την αγορά τους μια χαρά ήταν. Και ο καθένας ακόμα και σήμερα εισπράττει αυτό που αξίζει.
Δ.Δ.: Απ’ όλη τη διαδρομή σου τι σου έχει μείνει; Θέλω να μου πεις ένα πράγμα που σε έχει χαράξει ανεξίτηλα.
Κ.Κ.: Ο θάνατος του πατέρα μου. Δεν είμαι ο μόνος που το αισθάνομαι, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Η απώλεια του πατέρα μου με έχει στοιχειώσει, με την έννοια ότι τον αγαπούσα τόσο και τον θαύμαζα και δεν πρόλαβα να το δείξω όσο θα ήθελα.

Επίλογος
Και την Μπελούτσι!
Δ.Δ.: Για πες μου, λοιπόν, όλα αυτά τα διάσημα λαχταριστά θηλυκά πλάσματα που φωτογράφισες, για πού και γιατί.
Κ.Κ.: Η Μόνικα Μπελούτσι για το editorial του «Elle» και για το ιταλικό «Max». Η Σαρλίζ Θέρον ήταν μόλις 18, όταν τη φωτογράφισα για ελληνικό κατάλογο. Η Μίλα Γιόβοβιτς στο Παρίσι για περιοδικό μόδας. Μάλιστα είχε έρθει με τη μαμά της. Η Κλόντια Σίφερ στην Ελλάδα για το περιοδικό «Men». Η Ολγκα Κουριλένκο για το «Bazaar» και το «View» της «Καθημερινής». Η Ανια Ρούμπικ, top model, για το «Bazaar» και το «View». Η Αντριάνα Σκλεναρίκοβα φωτογραφήθηκε δέκα φορές από μένα. Η Ιζαμπέλι Φοντάνα, top model της Victoria’s Secret, για τη «Vogue». Και η Κέιτ Μος στο Μαϊάμι, θεόγυμνη για μένα, στη σπιταρόνα του Μπρους Γουέμπερ.
Δ.Δ.: Και Ελληνίδες;
Κ.Κ.: Την Αντζελα Γκερέκου για το «Playboy».
Δ.Δ.: Γυμνή;
Κ.Κ.: Ημίγυμνη. Και επειδή ήταν λιγάκι παχουλή φορούσε κορσέ.
Και από εξώφυλλα δίσκων ελάχιστα. Πλήρωναν λίγο. Ανάμεσά τους με Βίσση και Ρουβά. Να ξέρεις κάτι. Το πρόβλημα των Ελλήνων φωτογράφων είναι κυρίως η οικονομική τους ανεξαρτησία. Αν έχεις, τότε μπορείς να λες και όχι σε κάτι που δεν σου αρέσει. Εγώ το έχω κάνει. Πολλές φορές.
Φεύγοντας του είπα: «Ρε μπαγάσα, μόνο μια στιγμή με Σαρλίζ Θέρον και μετά ας πέθαινα. Αντε γεια. Και εις ανώτερα!».