Οι εργασιακές σχέσεις, ο κοινωνικός διάλογος και το φάουλ του πετυχημένου Γιάννη Παναγιώτου

Οι εργασιακές σχέσεις, ο κοινωνικός διάλογος και το φάουλ του πετυχημένου Γιάννη Παναγιώτου



«Το Σύστημα Εργασιακών Σχέσεων στην Κύπρο βασίζεται στις δημοκρατικές αρχές της ελευθερίας του λόγου και της τριμερούς συνεργασίας. Με τον όρο “τριμερή συνεργασία”, εννοείται η συνεργασία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, δηλαδή της κυβέρνησης και των οργανώσεων των εργοδοτών και των εργοδοτουμένων.

Περαιτέρω, το φιλελεύθερο, εθελοντικό μοντέλο των εργασιακών σχέσεων σημαίνει ότι στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι όροι εργοδότησης των εργοδοτουμένων καθορίζονται ελεύθερα, με συλλογικές διαπραγματεύσεις, μεταξύ των δύο μερών (εργοδοτών και εργοδοτουμένων)».

Η πιο πάνω περιγραφή αφορά στο σύστημα των εργασιακών σχέσεων στην Κύπρο και παρατίθεται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όπου επίσης αναφορικά με τις εργασιακές σχέσεις επισημαίνεται η αξία του κοινωνικού διαλόγου στην χώρα μας ως ίσως το πιο σημαντικό εργαλείο καθορισμού πολιτικής.

Αναφέρονται συγκεκριμένα τα εξής: «Ιδιαίτερα στον τομέα της εργασίας, αλλά και γενικότερα στον κοινωνικό τομέα, η ανάπτυξη ειλικρινούς κοινωνικού διαλόγου σε κλίμα εμπιστοσύνης ήταν και παραμένει στο επίκεντρο των διαδικασιών για τη λήψη συναινετικών αποφάσεων που αφορούν στη λήψη πολιτικών αποφάσεων.

Έχει αποδειχθεί έμπρακτα ότι συναινετικές αποφάσεις, ιδιαίτερα σε θέματα που επηρεάζουν οργανωμένα σύνολα, ή μεγάλο μέρος του πληθυσμού μίας χώρας, έχουν αυξημένες πιθανότητες επιτυχίας και γενικότερης αποδοχής, όταν αυτές λαμβάνονται μετά από ενδελεχή συζήτηση και την πρακτική συνεισφορά των ίδιων των κοινωνικών εταίρων».

Παραθέτουμε τα πιο πάνω με αφορμή τη συζήτηση που διά στόματος υπουργού Εργασίας Γιάννη Παναγιώτου άνοιξε το τελευταίο διάστημα γύρω από τη διαφαινόμενη επιδίωξη επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων στο νησί μας, αλλά και με φόντο τη συμπλήρωση σχεδόν ενός έτους από την ανάληψη των καθηκόντων του κ. Παναγιώτου και των μέχρι σήμερα πεπραγμένων του ως πολιτικός προϊστάμενος του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Είναι λοιπόν αντικειμενικά ομιλούντες κοινά αποδεκτό, πως ο Γιάννης Παναγιώτου κατά την έως τώρα θητεία του πέτυχε σημαντικές αποφάσεις μέσα από την αναζήτηση και κατάληξη σε κατά το δυνατό μέγιστες συναινετικές λύσεις επί καυτών ζητημάτων, που πολύ εύκολα θα μπορούσαν υπό άλλες συνθήκες να διασαλεύσουν τις εργασιακές σχέσεις και να διαταράξουν την εργασιακή ειρήνη, την οποία θεωρούμε πως άπαντες οριοθετούν ως καίριας σημασίας ζητούμενο.

ΑΤΑ και ανανέωση διατάγματος για τον εθνικό κατώτατο μισθό για παράδειγμα, αποτέλεσαν δύο κρίσιμα θέματα που έτυχαν «αναίμακτου» εν τέλει χειρισμού και κατάληξης, ενώ ως σημαντικού χαρακτήρα επιτυχία μπορεί να πιστωθεί στον κ. Παναγιώτου και η νομοθετική ρύθμιση της τηλεργασίας μέσα από την ψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου από τη Βουλή.

Την επιτυχή κατά άλλα έως τώρα διαχείριση από πλευράς Γιάννη Παναγιώτου ωστόσο, έρχεται να επισκιάσει μια διαπίστωση που γίνεται και δεν συντρέχουν λόγοι να είναι αυθαίρετη απ’ όσους προκύπτει, μια διαπίστωση που είναι προφανώς, όχι αποκύημα φαντασίας, αλλά πραγματικότητα.

Ότι ο υπουργός Εργασίας επιλέγει να πολιτεύεται ή τείνει να προτάσσει μια υπέρμετρη, ανισόρροπη ευαισθησία υπέρ αξιώσεων και θέσεων της συνδικαλιστικής πλευράς, την ίδια ώρα που ο εργοδοτικός κόσμος, υποφέροντας από τις ποικίλες επαχθείς επιπτώσεις των διαδοχικών κρίσεων που ταλανίζουν το οικονομικό και κατ’ επέκταση επιχειρηματικό περιβάλλον ειδικά τα τελευταία χρόνια, δίνει πραγματικό αγώνα για διατήρηση των επιχειρήσεων του σε βιώσιμη πορεία, για διατήρηση των επιχειρήσεων του σε μια πορεία που δεν θα έχει ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα το «μοιραίο», δηλαδή το λουκέτο ή την απώλεια θέσεων εργασίας.

Κανείς φυσικά δεν ζητά από τον Γιάννη Παναγιώτου να λειτουργεί με τρόπο ετεροβαρή υπέρ της εργοδοτικής πλευράς, κανείς δεν έχει απαίτηση από τον υπουργό Εργασίας να παραγνωρίζει τις συντεχνίες και την αποστολή τους να προασπίζονται, όπως οι ίδιες θεωρούν καλύτερα, τα συμφέροντα των μελών τους.

Όμως από την άλλη, αυτό το οποίο αναμένεται από τον κ. Παναγιώτου, όπως βεβαίως και από τον εκάστοτε υπουργό Εργασίας, είναι όπως κατά τη διαδικασία λήψης των όποιων αποφάσεων σταθμίζει ακριβοδίκαια το σύνολο των δεδομένων που επικρατούν στην αγορά εργασίας και στην οικονομία ευρύτερα, λαμβάνει στο πλαίσιο της «τριμερούς συνεργασίας» και του «κοινωνικού διαλόγου» υπόψη τις θέσεις του συνόλου των κοινωνικών εταίρων, χωρίς να δημιουργεί την εντύπωση πως εκούσια ή ακούσια μεροληπτεί.

Δεν γίνεται λόγου χάρη, να προσεγγίζει με επιφυλακτικότητα και στα όρια της καχυποψίας την ανάγκη του επιχειρείν για προσωπικό από τρίτες χώρες, αλλά την ίδια ώρα να ανοίγει άνευ ουσιαστικού λόγου και ουσιαστικής αφορμής, ζητήματα όπως αυτό της επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων.

Δεν γίνεται να υιοθετεί με περισσή ευκολία τα αφηγήματα των συντεχνιών, αλλά την ίδια ώρα να δείχνει πως δεν πείθεται, ή να μην θέλει να πεισθεί, από στοιχεία, αριθμούς και επιχειρήματα που θέτει ενώπιον του το επιχειρείν.

Η ανάπτυξη ειλικρινούς διαλόγου και δη το κλίμα εμπιστοσύνης, δεν πρέπει να κλονίζονται από τοποθετήσεις και προώθηση πολιτικών που δημιουργούν καχυποψία και αίσθημα αδικίας, η γυναίκα του Καίσαρα δεν πρέπει μόνο να είναι, αλλά και να φαίνεται… δίκαιη(σ.σ. κατά παράφραση της γνωστής έκφρασης περί τιμιότητας).

Γιατί άλλωστε, μπορεί στην πολιτική η δημοφιλία να είναι μια παράμετρος που εκ των πραγμάτων σταθμίζεται σε όλες τις εκφάνσεις της ενάσκησής της, γιατί μπορεί το κάθε πρόσωπο στο πλαίσιο του «πολιτεύεσθαι» να επιζητεί όσο το δυνατό περισσότερα και μεγαλύτερα λαϊκά ερείσματα, όμως εκείνο που στο τέλος της ημέρας θα μείνει και εκείνο επί του οποίου θα κριθεί, είναι στο αποτέλεσμα της συνολικής εξίσωσης, είναι στο πόσο ωφέλιμος και όχι αρεστός σε βάθος χρόνου αποδείχθηκε.

Ο Γιάννης Παναγιώτου, είμαστε βέβαιοι, γνωρίζει πολύ καλά πως εργαζόμενοι δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς υγιείς και κερδοφόρες επιχειρήσεις, είμαστε βέβαιοι ότι έχει πλήρη επίγνωση των πραγματικοτήτων και δη των δυσκολιών με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπο το επιχειρείν.

Ας αφήσει λοιπόν το φιλελεύθερο, εθελοντικό μοντέλο των εργασιακών σχέσεων να λειτουργήσει απερίσπαστο, ας επιδείξει στην πράξη ισομερή σεβασμό και αναγνώριση σε κάθε συνιστώσα της τριμερούς συνεργασίας και ας μην αυτοεγκλωβίζεται σε θέσεις και προώθηση πολιτικών με τρόπο που μειώνουν τις πιθανότητες επιτυχίας και γενικότερης αποδοχής τους.

Αυτό που σήμερα καλοπροαίρετα υποδεικνύεται από εμάς ως φάουλ, ας μην αφήσει να εξελιχθεί σε πέναλτι ή αυτογκόλ, ας διαφυλάξει σαν κόρη οφθαλμού τον κοινωνικό διάλογο ως το πιο σημαντικό εργαλείο καθορισμού πολιτικής.

Ζυγίζοντας όμως ακριβοδίκαια συνδικαλιστές και εργοδότες, ρυθμίζοντας την ζυγαριά του με τρόπο που να μην τείνει να βαραίνει μονόπλευρα.

Και βάζοντας κάποτε μπρος π.χ. για ρύθμιση ενός ουσιώδους για την οικονομία της χώρας ζητήματος, όπως είναι αυτό της νομοθετικής ρύθμισης του δικαιώματος της απεργίας στις ουσιώδεις υπηρεσίες και όχι για ώθηση π.χ., της προσπάθειας των συντεχνιών να αυξήσουν τα μέλη τους μέσω της νομοθετικής ρύθμισης των συλλογικών συμβάσεων…

Πηγή: INB

Related Articles