Η πολυσυζητημένη μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Κύπρο εξελίσσεται σε ένα αποτυχημένο πείραμα, με τα πρώτα σημάδια της αποτυχίας να γίνονται ήδη εμφανή. Αν και σχεδιάστηκε με στόχο την εξυγίανση και την καλύτερη λειτουργία των δήμων, η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι η μεταρρύθμιση αυτή στερείται ορθολογισμού και πολιτικής βούλησης.
Αρχικά, η προηγούμενη κυβέρνηση, επιδιώκοντας να παρουσιάσει το έργο της ως «μεταρρυθμιστική επιτυχία», αγνόησε κάθε προειδοποίηση. Αντί να αναζητήσει βιώσιμες λύσεις, δημιούργησε νέους δήμους με υψηλό κίνδυνο χρεοκοπίας, όπως είχε παραδεχθεί και ο τότε υπουργός Εσωτερικών. Η αντιπολίτευση, από την πλευρά της, υποστήριξε τη μεταρρύθμιση μόνο για να διατηρήσει πολιτικά «κεκτημένα» σε συγκεκριμένους δήμους.
Η Βουλή, αντί να εστιάσει στις συστάσεις διεθνών εμπειρογνωμόνων, όπως η δημιουργία πέντε ισχυρών δήμων, ενέδωσε σε παζαρέματα. Έτσι, οι δήμοι μειώθηκαν από 30 σε 20, αλλά ενσωματώθηκαν δεκάδες κοινότητες για να εξυπηρετηθούν κομματικοί σχεδιασμοί. Αποτέλεσμα: ένα δυσλειτουργικό μοντέλο, με 93 αντιδημάρχους και ετήσιο κόστος 2,3 εκατομμύρια ευρώ.
Ο Φαίδωνας Φαίδωνος, δήμαρχος Πάφου, είχε επισημάνει ότι η μεταρρύθμιση φέρει τη «σφραγίδα» πολιτικών εγκλημάτων. Ωστόσο, καμία ηγεσία δεν τόλμησε να παρέμβει εγκαίρως για να διορθώσει τα λάθη. Ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης και η πρόεδρος της Βουλής Αννίτα Δημητρίου σιώπησαν, αφήνοντας τη μεταρρύθμιση να προχωρήσει ανεξέλεγκτα.
Σήμερα, οι πολίτες βλέπουν το «κουβάρι» της αποτυχίας να ξετυλίγεται, με τα κόμματα να αλληλοκατηγορούνται για τις ευθύνες. Ωστόσο, το κόστος –οικονομικό και κοινωνικό– θα το επωμιστούν οι ίδιοι οι πολίτες, που ανέχονται τέτοιου είδους πολιτική ανεπάρκεια.